Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016



Οι τρεις συμβουλές

Μία φορά κάποιος μπιστικός συνάντησε στον δρόμο του έναν φτωχό άνθρωπο.

-          « Δώσε μου παιδί μου λίγο ψωμί απ' το ταγάρι σου. Και γω σου λέω τρεις συμβουλές»
-          - « Πάρε παππού ψωμί τυρί κι' ένα κρεμμύδι. Αυτά μονάχα έχω. Φάε και πες μου ύστερα τις συμβουλές σου.»

Αφού έφαγε ο γέρος του λέει:

-           «Μην είσαι περίεργος. Πάντα να λες ευχαριστώ ακόμα και όταν σε αδικούν. Μην ταξιδεύεις νύχτα.»
-          « Να είσαι καλά παππού,  πάω τώρα για το μαντρί «
-          « Καλό δρόμο παιδί μου»

Περάσανε τα χρόνια και το μικρό αγόρι έγινε άντρας.  Δεν τον χωρούσε πια το μαντρί. Τα έλατα τον πνίγαν.  Και πια δεν τ' άρεσε για άλλους θελήματα να κάνει.

 «Θα κατέβω στην πόλη, ίσως εκεί να βρω κάτι καλύτερο, ίσως να βρω κάτι που να αξίζει που την χαρά, τον πλούτο να φέρει στην ζωή μου» 

Και πήγαινε και πήγαινε ως που στον δρόμο συνάντησε κάποιον που περπατούσε ξυπόλυτος, ενώ πραγματευότανε  τσαρούχια.

«Θα τον ρωτήσω», σκέφτηκε, «γιατί δεν φοράει τσαρούχια», αλλά θυμήθηκε την συμβουλή του παππού να μην είναι περίεργος και δεν ρώτησε.

Τότε γυρνάει ο πραματευτής και του λέει:

-« Ε!! παλικάρι Διάλεξε ένα από τα πουγκιά που έχω περασμένα στην ζώνη μου και πάρτο για δικό σου»

Πήγε πάλι να ρωτήσει το γιατί. Αλλά δεν τόκανε. Διάλεξε ένα από τα πουγκιά.

Ο πραματευτής του το έδωσε λέγοντας:

« Αν με ρωτούσες ή  αν ελεγες ενα Αν ή ένα Γιατί, τώρα θα ήσουν νεκρός απ' το σπαθί μου».

 Όταν ο μπιστικός άνοιξε το πουγκί, είδε πως ήταν γεμάτο λίρες, αλλά  ο πραματευτής είχε εξαφανιστεί κι έτσι συνέχισε το δρόμο του μέχρι που έφτασε σε ένα πανδοχείο.

« Ωραία εδώ θα φάω, θα πιω, μία στάλα κουράγιο θα πάρω και συνεχίζω αύριο τον δρόμο για την πόλη.
-          « Πανδοχέα φέρε μου κοτόπουλο με πατάτες.»
-          « Αμέσως» είπε ο πανδοχέας και του σέρβιρε ένα πιάτο φασόλια. Τι να κάνει τάφαγε.
-          « Τώρα πήγαινε με σ΄ ένα δωμάτιο να κοιμηθώ».

Ο πανδοχέας τον πήγε σε ένα δωμάτιο όπου το στρώμα ήταν πιο σκληρό και από ένα τσουβάλι με πέτρες.

Την επόμενη μέρα ζήτησε από τον πανδοχέα τον λογαριασμό.

-          «Δύο λίρες κύριε. Μία για το κοτόπουλου και μία για τον ύπνο» -
-          Να ορίστε, σας ευχαριστώ πολύ για τις υπηρεσίες σας».

Πλήρωσε κι έκανε να φύγει. Ξαφνικά μπήκανε μέσα πέντε γεροδεμένοι άντρες. Συλλαμβάνεσαι είπαν στον  πανδοχέα και τούδεσαν τα χέρια.

Τι είχε συμβεί;

Αυτός ο άντρας είχε δραπετεύσει από την φυλακή και είχε αιχμαλωτίσει την οικογένεια του πραγματικού πανδοχέα. Περίμενε λοιπόν να περάσει ο καιρός μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα και να ξεχαστεί ή απόδραση του ώσπου να φύγει ανενόχλητος μέχρι τα σύνορα. Το μόνο φαγητό που ήξερε να μαγειρεύει αυτός ο κατάδικος ήταν φασόλια με σάλτσα. 

Εάν λοιπόν κάποιος δυσανασχετούσε με αυτό που του σερβίριζε ίσως να πήγαινε στο κοντινότερο πανδοχείο όπου μιλώντας με τους εκεί ιδιοκτήτες να τους έδινε στοιχεία που θα τον πρόδιδαν στις αρχές, οπότε θα έπρεπε να σκοτώσει αυτόν που δεν θα του άρεσαν τα φασόλια αλλά και το δωμάτιο που του ετοίμασε να κοιμηθεί.

Μόλις έμαθε από τί γλύτωσε ακόμα μία φορά σκέφτηκε πως εκείνος ο γέροντας που τάισε σαν ήταν μπιστικός του είχε δώσει πραγματικά πολύτιμες συμβουλές.

Όταν έφτασε τελικά στην πόλη, είδε όμορφα και εντυπωσιακά πράγματα. Φώτα, χρώματα, μουσικές.  Αλλά και ανθρώπους που άλλα έλεγαν τα χείλη τους κι άλλα έπρατταν με τα χέρια τους.

« Φεύγω θα πάω πίσω καλύτερα στα έλατα στα πρόβατα στα γίδια»

Και ήταν τόση ή λαχτάρα του για την επιστροφή που νύχτα ξεκινάει, την συμβουλή του γέροντα ξεχνάει "Μην ταξιδεύεις νύχτα".

Ποιος ξέρει τι να έγινε τάχα; Nα έφτασε καλά; 

Αφήνω το ερώτημα μαζί με την υπόλοιπη ιστορία στην φαντασία και στη διάθεση σας.

Ηλίας Παραθύρας


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου