κάτι ανώτερο.
Κάποια μέρα συνάντησε έναν
άνθρωπο μέσα σε μιαν έρημο.
Τον είδε το πρωί να σκύβει
και να σηκώνεται ξανά και ξανά.
Το μεσημέρι και το βράδυ
έκανε το ίδιο.
Μπα.... τι είναι αυτός;
Και γιατί κάνει αυτό που ο
νόμος των γιγάντων ρητά απαγορεύει;
Οι γίγαντες ποτέ δεν
γονατίζουν, είναι περήφανη γενιά πολεμιστών.
Τον παρακολουθούσε μέρες, τον
άκουσε να ψιθυρίζει : «Άλλαξε με! Ελέησον με! Ελέησον με!».
Σε ποιον απευθυνόταν; Σε
ποιον μιλούσε αυτός ο άντρας;
Θα τον μιμηθώ! Θα κάνω ότι
κάνει! Τί έχω να χάσω;
Άρχισε λοιπόν ο γίγαντας με
ζέστη, με κρύο και βροχή, να αγγίζει το χώμα.
Κάθε φορά που γονάτιζε λίγο
χώμα κολλούσε πάνω στο πέτρινο κορμί του. ώσπου μία μέρα
δίχως να περιμένει,
δίχως να καταλάβει το πως, πουλιά και πεταλούδες είχε για συντροφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου